- ακτινοβολητής
- ο [ακτινοβολώ]μια διάταξη ακτινοβόλησης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ισότροπος ακτινοβολητής — Μία ιδανική φανταστική κεραία που εκπέμπει προς όλες τις διευθύνσεις ηλεκτρομαγνητική ενέργεια ίσης έντασης και παρουσιάζει σε κάθε επίπεδο κυκλική ισοκατανομή. Κεραίες με ιδιότητες όσο γίνεται πλησιέστερες προς αυτές της ισοτρόπου κεραίας… … Dictionary of Greek
Τσερένκοφ, Πάβελ Αλεξέγεβιτς — Ρώσος φυσικός (; 1904). Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Βορονέζ. Το 1934, μελετώντας, σε συνεργασία με τον Βαβίλοφ, το φως που εκπέμπεται από τα υγρά τα οποία δέχονται τη δράση της ακτινοβολίας, παρατήρησε μια ελαφρά φωτεινότητα… … Dictionary of Greek